- ἀλεξίπονος
- ἀλεξί-πονος, Mühsal abwendend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλεξίπονος — ἀλεξίπονος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει, που διώχνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + πόνος] … Dictionary of Greek
ἀλεξίπονος — warding off pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίπονον — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem acc sg ἀλεξίπονος warding off pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιπόνοιο — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιπόνου — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek